- κουφόμυαλος
- -η, -οκουφιοκέφαλος, ελαφρόμυαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφόμυαλος — η, ο ελαφρόμυαλος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. ελαφρό μυαλος, στενό μυαλος] … Dictionary of Greek
κουφομυαλιά — η [κουφόμυαλος] κουφόνοια* … Dictionary of Greek